ὑπερμέτρους

ὑπερμέτρους
ὑπέρμετρος
beyond all measure
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρπονος — ον, Α καταβεβλημένος από υπέρμετρους κόπους («διὰ γῆρας ὑπέρπονος γενόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πόνος (πρβλ. ἐπί πονος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερκοπιάζω — και υπερκοπιώ, άω, Ν υποβάλλομαι σε υπέρμετρους κόπους, καταπονούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + κοπιάζω / κοπιώ. Ο τ. ὑπερκοπιάζω μαρτυρείται από το 1887 στον Αλ. Μεταξά, ενώ ο τ. υπερκοπιώ, στον λόγιο τ. τής μτχ. ὑπερκοπιῶσα, από το 1887 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”